- υστεροτοκία
- (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και των κοιλιακών τοιχωμάτων και τις ωθήσεις της μητέρας, είτε με απαλό τράβηγμα του ομφάλιου λώρου, είτε με πίεση της μήτρας εξωτερικά από το μαιευτήρα. Κατά την τεχνητή υ. χρειάζεται να αποκολληθεί το ύστερο με εισαγωγή του χεριού του μαιευτήρα στην κοιλότητα της μήτρας. Αρχικά γίνεται αποκόλληση του πλακούντα και των υμένων του, στη συνέχεια το ύστερο γλιστρά από τη μήτρα και τελικά βγαίνει από τον κολεό. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή έκβαση της υ. είναι οι αντισηπτικές προφυλάξεις, ενώ μετά την έξοδο του ύστερου πρέπει ο μαιευτήρας να εξετάσει προσεκτικά αν αυτό είναι πλήρες. Η υ. στον τοκετό δίδυμων πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη. Μετά την έξοδο του πρώτου έμβρυου δεν πρέπει να επιχειρηθεί αποκόλληση του πλακούντα, γιατί μπορεί να προκληθεί σοβαρή αιμορραγία που θα βάλει σε κίνδυνο τη μητέρα και το δεύτερο έμβρυο.
* * *η, Νιατρ. η φυσική εξώθηση ή τεχνητή εξαγωγή τού υστέρου, δηλαδή τού πλακούντα και τών εμβρυϊκών υμένων από τα γεννητικά όργανα, αλλ. πλακουντοτοκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερο + -τοκία (< -τοκος < τόκος < τίκτω)].
Dictionary of Greek. 2013.